Ποτέ δε φτάνουμε σε θεμελιώδεις προτάσεις κατά τις έρευνές μας. Φτάνουμε στο όριο της γλώσσας που μας απαγορεύει να κάνουμε άλλες ερωτήσεις. Δε φτάνουμε στο βυθό των πραγμάτων, αλλά σε ένα σημείο από όπου δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, δεν μπορούμε να ρωτήσουμε παραπέρα.
Θυμήθηκα αυτή τη σκέψη του Wittgenstein όταν διαπίστωσα ότ
4 comments:
ότι;
Η διακοπή της πρότασης υπονοεί ότι μουγκάθηκα, αφού προσέκρουσα στα όρια της γλώσσας. (Στην πραγματικότητα βέβαια απλώς με πήρε ο ύπνος).
http://opinionator.blogs.nytimes.com/2010/11/21/beyond-understanding/?nl=todaysheadlines&emc=ab1
δεν είναι η γλώσσα που έχει όρια αλλά η φαντασία μας.
Συμφωνώ, αν και νομίζω ότι ταυτόχρονα ισχύει και το αντίστροφο. Είναι κάπως κβαντικό το ζήτημα, όπως με την ύλη που είναι ταυτόχρονα και ενέργεια. Ή όπως με τη γενεαλογία του αβγού της κότας.
Τείνω να συνταχτώ πάντως με τη σχολή που προτάσσει την επικυριαρχία της γλώσσας πάνω στη σκέψη. Μάλλον με έχει στιγματίσει ένας αφορισμός του Πολ Όστερ, σύμφωνα με τον οποίο ενδιαφέρουσες ιστορίες συμβαίνουν μόνο σε όσους μπορούν να τις διηγηθούν.
Post a Comment